- λεπτολόγος
- α, ο [ος , ον ] 1.1) придирчивый (о человеке); 2) см. λεπτολογικός; 2. (ο ) крохобор; мелочный человек; придира (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτολόγος, -α — και ος, ο αυτός που λεπτολογεί, ο σχολαστικός: Είναι λεπτολόγος γι’ αυτό καθυστερεί να τελειώσει την εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγος — ο (Α λεπτολόγος, ον) αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες αρχ. αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο. επίρρ... λεπτολόγως (Α) με λεπτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λεπτολόγως — λεπτόλογος speaking subtly adverbial λεπτόλογος speaking subtly masc/fem acc pl (doric) λεπτολόγος adverbial λεπτολόγος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγον — λεπτολόγος masc/fem acc sg λεπτολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγου — λεπτόλογος speaking subtly masc/fem/neut gen sg λεπτολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγους — λεπτόλογος speaking subtly masc/fem acc pl λεπτολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιψιριάρης, -α, -ικο — λεπτολόγος, σχολαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτολόγοι — λεπτολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek